μηλιόνι

μηλιόνι
το
βλ. μιλιόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μιλιόνι — και μηλιόνι, το είδος εμπροσθογεμούς τουφεκιού που χρησιμοποιήθηκε και κατά την Επανάσταση τού 1821 …   Dictionary of Greek

  • νταλιάνι — και ταλιάνι, το 1. εμπροσθογεμές τουφέκι με μικρή κάννη που χρησιμοποιήθηκε και πριν από την Επανάσταση τού 1821 και κατά τη διάρκειά της («διατί να μη λάβωμεν εις χείρας εσύ το νταλιάνι σου κι εγώ το μηλιόνι μου», Παπαδ.) 2. (διαλεκτ.) α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”